Η Καβάλα, με πληθυσμό 66.376 κατοίκους, είναι πόλη της Μακεδονίας, έδρα του Δήμου Καβάλας και της Περιφερειακής Ενότητας Καβάλας (πρώην Νομός) της Περιφερείας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αποτελεί σημαντικό και το αρχαιότερο, εν χρήσει, λιμάνι και εμπορικό κέντρο της Βορείου Ελλάδος. Αποτελεί επίσης έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου. Στην πόλη έφτασε το 49 μ.Χ Απόστολος Παύλος για να διαδώσει τον μήνυμα του χριστιανισμού στην Ευρώπη. Αποτελεί την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας σε έκταση και πληθυσμό.
Η πόλη της Καβάλας έχει αλληλοεπιδράσει χρονικά και ιστορικά με πολιτισμούς διατηρώντας την ιστορική ποικιλομορφία με τα διάφορα αξιοσημείωτα αξιοθέατα της. Είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στους πρόποδες του Όρους Σύμβολο.
Είναι διάσημη για τα μεγαλοπρεπή έργα Βυζαντινών και Τούρκων (όπως το Κάστρο, Καμάρες) όσο και για το ότι αποτέλεσε γενέτειρα του Μεχμέτ Αλί, αντιβασιλέα της Αιγύπτου. Παράλληλα η νεότερη ιστορία της πόλης παρουσιάζει εξίσου ενδιαφέρον, τόσο για την καπνεργασία και τις πρώτες απεργίες στα Βαλκάνια (1896) όσο και για την πλούσια βιομηχανική δραστηριότητα με κυρίαρχη αυτή του μαύρου χρυσού. Ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων αποτελεί μοναδικό μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Η σημερινή πόλη της Καβάλας χτίστηκε επάνω σε δύο προϊστορικές θέσεις, την Αντισσάρα, τη σημερινή Καλαμίτσα, καθώς και του οικισμού της εποχής του Σιδήρου που εντοπίστηκε ανατολικά της πόλης, στην περιοχή Περιγιαλίου. Λόγω της ανεξέλεγκτης οικοδόμησης κυρίως στα μέσα του 20ου αιώνα, διασώζεται μόνο ένα τμήμα του τείχους της Αντισσάρας, ανάμεσα στις πολυκατοικίες της σύγχρονης πόλης. Αρκετά ευρήματα της προϊστορικής περιόδου υπάρχουν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας καθώς και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θάσου στο Λιμένα.
Τρεις δεκαετίες μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1425, κτίστηκε φρούριο στην περιοχή της χερσονήσου όπου βρισκόταν η ακρόπολη, με σκοπό τον έλεγχο της περιοχής και την άμυνα απέναντι στους πειρατές και τους Βενετούς. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα η Καβάλα αποτελεί σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο, έδρα πολλών ξένων εμπορικών οίκων και προξενείων. Επίσης ο ελληνικός πληθυσμός ενισχύεται. Στα τέλη του 19ου, αρχές 20ου αιώνα η Καβάλα είναι το σημαντικότερο κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού των Βαλκανίων, κτίζονται πολλές μεγάλες καπναποθήκες και νεοκλασικά κτίρια. Οι Έλληνες στις αρχές του 20ου αιώνα είναι κυρίαρχοι πλέον στην πόλη οικονομικά και πληθυσμιακά. Το 1906 ιδρύεται ο πρώτος γυμναστικός σύλλογος στην πόλη με την ονομασία «Φίλιπποι». Το 1864, μετά από άδεια που δόθηκε από τον σουλτάνο, η Καβάλα επεκτάθηκε οικοδομικά εκτός των τειχών της παλαιάς πόλης. Οι πολίτες εγκαταστάθηκαν στη σημερινή συνοικία του Αγίου Ιωάννου. Το γεγονός αυτό καθώς και το ότι εκείνη την εποχή τα καπνά της Μακεδονίας ήταν γνωστά σε ολόκληρο τον κόσμο μετέτρεψαν την πόλη σε κέντρο επεξεργασίας και εμπορίας καπνού. Σε αυτό βοήθησε και η θέση της με το φυσικό λιμάνι της. Στην Καβάλα έλαβε χώρα η πρώτη και η μεγαλύτερη εργατική απεργία (5000 εργάτες) σε ολόκληρα τα Βαλκάνια, το έτος 1896. Αυτό αποτέλεσε την έναρξη του Καπνεργατικού κινήματος.
Η τετραετία 1928-1932 υπήρξε η πιο λαμπρή περίοδος για την Καβάλα με μεγάλα έργα όπως το λιμάνι, το δίκτυο ηλεκτροφωτισμού, οι αναδασώσεις και τα νέα σχολικά κτίρια. Η Καβάλα διαθέτει πολυάριθμες παραλίες, χώρους για ανάπαυση και πεζοπορικές διαδρομές και είναι μια από τις λίγες πόλεις της Ελλάδας που μέσα στον πολεοδομικό της ιστό διαθέτει 4 οργανωμένες παραλίες. Υπάρχουν επίσης αρκετές πεζοπορικές διαδρομές οι οποίες ξεκινούν μέσα από την πόλη.